ανδρειεύω

ανδρειεύω
και αντρειεύω
Ι. (αμτβ.)
1. γίνομαι άνδρας, μεγαλώνω
2. δυναμώνω, επιτείνομαι
3. ανακτώ δυνάμεις
II. (μεσ., -ομαι)
1. εντείνω τις δυνάμεις μου, παίρνω θάρρος
2. παριστάνω τον ανδρείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανδρείος — α, ο (ΜΑ ἀνδρεῑος, εία, ον) γενναίος, θαρραλέος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ανδρείο(ν) βοτ. ο ανδρώνας τού άνθους αρχ. 1. αυτός που ταιριάζει σε άνδρα, ανδρικός 2. ισχυρογνώμων 3. (για πράγμ.) ισχυρός, ζωηρός, έντονος 4. το ουδ. ως ουσ. α) εν. η… …   Dictionary of Greek

  • ανδρειώνω — και αντρειώνω (AM ἀνδρειῶ, όω) μέσ. παίρνω δύναμη ή θάρρος νεοελλ. 1. ανδρειεύω 2. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) αντρειωμένος και αντρειωμένος, η, ο δυνατός και γενναίος μσν. αρχ. δίνω θάρρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”